- μονόσιτος
- μονόσιτος, -ον (Α)αυτός που τρώγει μία μόνο φορά την ημέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -σιτος (< σῖτος), πρβλ. ολιγό-σιτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοσιτία — μονοσιτία, ιων. τ. μονοσιτίη, ἡ (Α) [μονόσιτος] το να τρώγει κάποιος μία φορά την ημέρα … Dictionary of Greek
μονοσιτώ — μονοσιτῶ, έω (Α) [μονόσιτος] 1. τρώγω μόνο μία φορά την ημέρα 2. τρώγω μόνος, χωρίς συντροφιά … Dictionary of Greek
ՄԻԱՅՆԱԿԵՐ — (ի, աց.) NBH 2 0269 Chronological Sequence: 5c ա. μονοφάγος, μονόσιτος solus et sine conviva comedens, neminem ad coenam invitato. Առանձինն կերօղ. որ չունի զսեղանակից. մակդիր գազանաց, եւ ագահաց. *Շունս եւ խոզս եւ գազանս միայնակերս. Մանդ. ՟Ե … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)